- κονσομασιόν
- η(άκλ., λ. γαλλ.)1. η κατανάλωση ποτών ή φαγητών σε κέντρα διασκέδασης.2. η πληρωμένη γυναικεία συντροφιά σε τέτοιους χώρους: Το καμπαρέ έχει πέντε κοπέλες για κονσομασιόν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.